ὑπευθυντηρία

ὑπευθυντηρία
ὑπευθυντηρία, ,
A levelled surface beneath a pavement, IG7.3073.105, al. (Lebad., ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπευθυντηρία — η / ὑπευθυντηρία, ΝΑ (αρχαιολ. αρχιτ.) το μέρος οικοδομήματος πάνω στο οποίο στηρίζεται η ευθυντηρία, κρηπίδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εὐθυντηρία «επίστρωμα στο οποίο στηρίζεται η κρηπίδα αρχαίου ναού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”